Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
View word page
ὑπόδροσος
ὑπόδροσος ὑπό-δροσος, ον, somewhat moistened or dewy, Theocr.

ShortDef

somewhat moistened

Debugging

Headword:
ὑπόδροσος
Headword (normalized):
ὑπόδροσος
Headword (normalized/stripped):
υποδροσος
IDX:
33976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34015
Key:
u(po/drosos

Data

{'content': 'ὑπόδροσος\n ὑπό-δροσος, ον,\n somewhat moistened or dewy, Theocr.', 'key': 'u(po/drosos'}