Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
View word page
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος ὑπόδρομος, ον, ὑποδραμεῖν running under, πέτρος ὑπ. ἴχνους a stone in the way of his foot, Eur.

ShortDef

running under
a place to run into, cove

Debugging

Headword:
ὑπόδρομος
Headword (normalized):
ὑπόδρομος
Headword (normalized/stripped):
υποδρομος
IDX:
33975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34014
Key:
u(po/dromos1

Data

{'content': 'ὑπόδρομος\n ὑπόδρομος, ον,\n ὑποδραμεῖν\n running under, πέτρος ὑπ. ἴχνους a stone in the way of his foot, Eur.', 'key': 'u(po/dromos1'}