Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
View word page
ὑποδρομή
ὑποδρομή ὑποδρομή, ἡ, ὑποδραμεῖν a running under or into the way of a thing, Antipho.
ShortDef
a running under
Debugging
Headword:
ὑποδρομή
Headword (normalized):
ὑποδρομή
Headword (normalized/stripped):
υποδρομη
IDX:
33974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34013
Key:
u(podromh/
Data
{'content': 'ὑποδρομή\n ὑποδρομή, ἡ,\n ὑποδραμεῖν\n a running under or into the way of a thing, Antipho.', 'key': 'u(podromh/'}