Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
View word page
ὑποδρηστήρ
ὑποδρηστήρ ὑποδρηστήρ, ῆρος, ὁ, ὑποδράω an under-servant, attendant, assistant, Od.
ShortDef
an under-servant, attendant, assistant
Debugging
Headword:
ὑποδρηστήρ
Headword (normalized):
ὑποδρηστήρ
Headword (normalized/stripped):
υποδρηστηρ
IDX:
33973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34012
Key:
u(podrhsth/r
Data
{'content': 'ὑποδρηστήρ\n ὑποδρηστήρ, ῆρος, ὁ,\n ὑποδράω\n an under-servant, attendant, assistant, Od.', 'key': 'u(podrhsth/r'}