Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυναντάω
ἀντισφαιρίζω
ἀντίσχω
ἀντίταγμα
ἀντιταλαντεύω
ἀντίταξις
ἀντιτάσσω
ἀντιτείνω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτέχνησις
ἀντίτεχνος
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
View word page
ἀντιταλαντεύω
ἀντιταλαντεύω = ἀντισηκόω, to counterbalance, compensate for, Anth.

ShortDef

to counterbalance, compensate for

Debugging

Headword:
ἀντιταλαντεύω
Headword (normalized):
ἀντιταλαντεύω
Headword (normalized/stripped):
αντιταλαντευω
IDX:
3400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3401
Key:
a)ntitalanteu/w

Data

{'content': 'ἀντιταλαντεύω\n = ἀντισηκόω, to counterbalance, compensate for, Anth.', 'key': 'a)ntitalanteu/w'}