Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
View word page
ὑπόδοσις
ὑπόδοσις ὑπόδοσις, εως, ὑποδίδωμι a remission, Aesch.

ShortDef

a remission

Debugging

Headword:
ὑπόδοσις
Headword (normalized):
ὑπόδοσις
Headword (normalized/stripped):
υποδοσις
IDX:
33970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34009
Key:
u(po/dosis

Data

{'content': 'ὑπόδοσις\n ὑπόδοσις, εως,\n ὑποδίδωμι\n a remission, Aesch.', 'key': 'u(po/dosis'}