Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
View word page
ὑποδίφθερος
ὑποδίφθερος ὑπο-δίφθερος, ον, διφθέρα clothed in skins, Luc.

ShortDef

clothed in skins

Debugging

Headword:
ὑποδίφθερος
Headword (normalized):
ὑποδίφθερος
Headword (normalized/stripped):
υποδιφθερος
IDX:
33968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34007
Key:
u(podi/fqeros

Data

{'content': 'ὑποδίφθερος\n ὑπο-δίφθερος, ον,\n διφθέρα\n clothed in skins, Luc.', 'key': 'u(podi/fqeros'}