Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
View word page
ὑπόδικος
ὑπόδικος ὑπό-δῐκος, ον, δίκη brought to trial or liable to be tried, Lys., etc.: —tinos for a thing, Aesch., Oratt.; ὑπόδικός τινι liable to action from a person, Dem., etc.

ShortDef

brought to trial

Debugging

Headword:
ὑπόδικος
Headword (normalized):
ὑπόδικος
Headword (normalized/stripped):
υποδικος
IDX:
33967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34006
Key:
u(po/dikos

Data

{'content': 'ὑπόδικος\n ὑπό-δῐκος, ον,\n δίκη\n brought to trial or liable to be tried, Lys., etc.: —tinos for a thing, Aesch., Oratt.; ὑπόδικός τινι liable to action from a person, Dem., etc.', 'key': 'u(po/dikos'}