Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
View word page
ὑποδίδωμι
ὑποδίδωμι fut. -δώσω to give way, Arist.
ShortDef
to give way
Debugging
Headword:
ὑποδίδωμι
Headword (normalized):
ὑποδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
υποδιδωμι
IDX:
33966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34005
Key:
u(podi/dwmi
Data
{'content': 'ὑποδίδωμι\n fut. -δώσω\n to give way, Arist.', 'key': 'u(podi/dwmi'}