ὑπόδημα
ὑπόδημα
ὑπόδημα, ατος, τό,
ὑποδέω
a sole bound under the foot with straps, a sandal, ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα (i. e. δέουσα) Od.; ποσὶν ὑποδήματα δοίην (i. e. δεοίην) Od., etc.; ὑπόδημα κοῖλον, or ὑπόδημα alone, = Lat. calceus, a shoe or half-boot, Ar., etc.