Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδεικτέος
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
View word page
ὑπόδημα
ὑπόδημα ὑπόδημα, ατος, τό, ὑποδέω a sole bound under the foot with straps, a sandal, ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα (i. e. δέουσα) Od.; ποσὶν ὑποδήματα δοίην (i. e. δεοίην) Od., etc.; ὑπόδημα κοῖλον, or ὑπόδημα alone, = Lat. calceus, a shoe or half-boot, Ar., etc.

ShortDef

sandal, shoe

Debugging

Headword:
ὑπόδημα
Headword (normalized):
ὑπόδημα
Headword (normalized/stripped):
υποδημα
IDX:
33964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34003
Key:
u(po/dhma

Data

{'content': 'ὑπόδημα\n ὑπόδημα, ατος, τό,\n ὑποδέω\n a sole bound under the foot with straps, a sandal, ποσὶν ὑποδήματα δοῦσα (i. e. δέουσα) Od.; ποσὶν ὑποδήματα δοίην (i. e. δεοίην) Od., etc.; ὑπόδημα κοῖλον, or ὑπόδημα alone, = Lat. calceus, a shoe or half-boot, Ar., etc.', 'key': 'u(po/dhma'}