Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
View word page
ὑποδηλόω
ὑποδηλόω fut. ώσω to shew privately, Plut.

ShortDef

to shew privately

Debugging

Headword:
ὑποδηλόω
Headword (normalized):
ὑποδηλόω
Headword (normalized/stripped):
υποδηλοω
IDX:
33963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34002
Key:
u(podhlo/w

Data

{'content': 'ὑποδηλόω\n fut. ώσω\n to shew privately, Plut.', 'key': 'u(podhlo/w'}