Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδεής
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδίδωμι
ὑπόδικος
ὑποδίφθερος
ὑποδμώς
ὑπόδοσις
View word page
ὑπόδεσις
ὑπόδεσις ὑπόδεσις, εως, ὑποδέομαι a putting on oneʼs shoes, Arist., Luc. as concrete, = τὰ ὑποδήματα, footgear, boots and shoes, Plat., Xen.

ShortDef

a putting on one's shoes

Debugging

Headword:
ὑπόδεσις
Headword (normalized):
ὑπόδεσις
Headword (normalized/stripped):
υποδεσις
IDX:
33960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33999
Key:
u(po/desis

Data

{'content': 'ὑπόδεσις\n ὑπόδεσις, εως,\n ὑποδέομαι\n a putting on oneʼs shoes, Arist., Luc.\n as concrete, = τὰ ὑποδήματα, footgear, boots and shoes, Plat., Xen.', 'key': 'u(po/desis'}