Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑποδεδιώς
ὑποδεής
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑπόδημα
View word page
ὑποδεικτέος
ὑποδεικτέος verb. adj. from ὑποδείκνῡμι ὑποδεικτέος, η, ον, to be traced out, Polyb.

ShortDef

to be traced out

Debugging

Headword:
ὑποδεικτέος
Headword (normalized):
ὑποδεικτέος
Headword (normalized/stripped):
υποδεικτεος
IDX:
33954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33993
Key:
u(podeikte/os

Data

{'content': 'ὑποδεικτέος\n verb. adj. from ὑποδείκνῡμι\n ὑποδεικτέος, η, ον,\n to be traced out, Polyb.', 'key': 'u(podeikte/os'}