Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑποδεδιώς
ὑποδεής
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
View word page
ὑποδείδω
ὑποδείδω fut. σω aor1 ὑπέδεισα Epic -έδδεισα Epic perf. ὑπαιδείδοικα perf. 2 ὑπο-δείδια 3rd pl. plup. ὑπεδείδισαν trans. to cower under or before, or to fear secretly, c. acc., Hom.:—so of birds, to cower beneath, αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες Soph. absol., Od.; cf. ὑποδεδιώς.

ShortDef

to cower under

Debugging

Headword:
ὑποδείδω
Headword (normalized):
ὑποδείδω
Headword (normalized/stripped):
υποδειδω
IDX:
33952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33991
Key:
u(podei/dw

Data

{'content': 'ὑποδείδω\n fut. σω\n aor1 ὑπέδεισα\n Epic -έδδεισα\n Epic perf. ὑπαιδείδοικα\n perf. 2 ὑπο-δείδια\n 3rd pl. plup. ὑπεδείδισαν\n trans. to cower under or before, or to fear secretly, c. acc., Hom.:—so of birds, to cower beneath, αἰγυπιὸν ὑποδείσαντες Soph.\n absol., Od.; cf. ὑποδεδιώς.', 'key': 'u(podei/dw'}