Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑποδεδιώς
ὑποδεής
ὑπόδειγμα
ὑποδείδω
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεσις
View word page
ὑποδεής
ὑποδεής ὑπο-δεής, ές δέομαι somewhat deficient, inferior; mostly in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.

ShortDef

somewhat deficient, inferior
somewhat fearful

Debugging

Headword:
ὑποδεής
Headword (normalized):
ὑποδεής
Headword (normalized/stripped):
υποδεης
IDX:
33950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33989
Key:
u(podeh/s2

Data

{'content': 'ὑποδεής\n ὑπο-δεής, ές\n δέομαι\n somewhat deficient, inferior; mostly in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.', 'key': 'u(podeh/s2'}