Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπογνάμπτω
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑποδεδιώς
View word page
ὑπογνάμπτω
ὑπογνάμπτω fut. ψω to bend gradually, Hhymn.

ShortDef

to bend gradually

Debugging

Headword:
ὑπογνάμπτω
Headword (normalized):
ὑπογνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
υπογναμπτω
IDX:
33939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33978
Key:
u(pogna/mptw

Data

{'content': 'ὑπογνάμπτω\n fut. ψω\n to bend gradually, Hhymn.', 'key': 'u(pogna/mptw'}