Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπογνάμπτω
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
ὑποδακρύω
View word page
ὑπογλαύσσω
ὑπογλαύσσω to glance furtively, Mosch.
ShortDef
to glance furtively
Debugging
Headword:
ὑπογλαύσσω
Headword (normalized):
ὑπογλαύσσω
Headword (normalized/stripped):
υπογλαυσσω
IDX:
33937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33976
Key:
u(poglau/ssw
Data
{'content': 'ὑπογλαύσσω\n to glance furtively, Mosch.', 'key': 'u(poglau/ssw'}