Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπογνάμπτω
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογράφω
ὑπόγυιος
ὑποδαίω
View word page
ὑπόγλαυκος
ὑπόγλαυκος ὑπό-γλαυκος, ον, somewhat gray, Xen.

ShortDef

somewhat gray

Debugging

Headword:
ὑπόγλαυκος
Headword (normalized):
ὑπόγλαυκος
Headword (normalized/stripped):
υπογλαυκος
IDX:
33936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33975
Key:
u(po/glaukos

Data

{'content': 'ὑπόγλαυκος\n ὑπό-γλαυκος, ον,\n somewhat gray, Xen.', 'key': 'u(po/glaukos'}