Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπογνάμπτω
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
View word page
ὑπογελάω
ὑπογελάω fut. -γελάσομαι to laugh slily, Lat. subridere, Plat.
ShortDef
to laugh slily
Debugging
Headword:
ὑπογελάω
Headword (normalized):
ὑπογελάω
Headword (normalized/stripped):
υπογελαω
IDX:
33933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33972
Key:
u(pogela/w
Data
{'content': 'ὑπογελάω\n fut. -γελάσομαι\n to laugh slily, Lat. subridere, Plat.', 'key': 'u(pogela/w'}