Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποβιβάζω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογίγνομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύσσω
ὑπογλυκαίνω
ὑπογνάμπτω
ὑπογραμματεύς
View word page
ὑπόβρυχος
ὑπόβρυχος ὑπό-βρῠχος, ον, = ὑποβρύχιος (βρῠ) neut. pl. ὑπόβρυχα as adv., under water, Od., Hdt.

ShortDef

under water

Debugging

Headword:
ὑπόβρυχος
Headword (normalized):
ὑπόβρυχος
Headword (normalized/stripped):
υποβρυχος
IDX:
33930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33969
Key:
u(po/bruxos

Data

{'content': 'ὑπόβρυχος\n ὑπό-βρῠχος, ον,\n = ὑποβρύχιος (βρῠ)\n neut. pl. ὑπόβρυχα as adv., under water, Od., Hdt.', 'key': 'u(po/bruxos'}