Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
View word page
ὑπόβλητος
ὑπόβλητος ὑπό-βλητος, ον, ὑποβάλλω put in anotherʼs place, counterfeit, suborned, false, Soph.

ShortDef

put in another's place, counterfeit, suborned, false

Debugging

Headword:
ὑπόβλητος
Headword (normalized):
ὑπόβλητος
Headword (normalized/stripped):
υποβλητος
IDX:
33924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33963
Key:
u(po/blhtos

Data

{'content': 'ὑπόβλητος\n ὑπό-βλητος, ον,\n ὑποβάλλω\n put in anotherʼs place, counterfeit, suborned, false, Soph.', 'key': 'u(po/blhtos'}