Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπογάστριον
ὑπόγειος
ὑπογελάω
View word page
ὑποβλητέος
ὑποβλητέος ὑποβλητέος, η, ον, verb. adj. from ὑποβάλλω to be put under, Xen.
ShortDef
to be put under
Debugging
Headword:
ὑποβλητέος
Headword (normalized):
ὑποβλητέος
Headword (normalized/stripped):
υποβλητεος
IDX:
33923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33962
Key:
u(poblhte/os
Data
{'content': 'ὑποβλητέος\n ὑποβλητέος, η, ον,\n verb. adj. from ὑποβάλλω\n to be put under, Xen.', 'key': 'u(poblhte/os'}