Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπνοφόβης
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑποάμουσος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
View word page
ὑποβένθιος
ὑποβένθιος ὑπο-βένθιος, ον, βένθος under the depths, Anth.
ShortDef
under the depths
Debugging
Headword:
ὑποβένθιος
Headword (normalized):
ὑποβένθιος
Headword (normalized/stripped):
υποβενθιος
IDX:
33918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33957
Key:
u(pobe/nqios
Data
{'content': 'ὑποβένθιος\n ὑπο-βένθιος, ον,\n βένθος\n under the depths, Anth.', 'key': 'u(pobe/nqios'}