Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπνοδότειρα
ὑπνομαχέω
ὑπνοδότης
ὕπνος
ὑπνοφόβης
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑποάμουσος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβλέπω
ὑποβλήδην
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
View word page
ὑποβαίνω
ὑποβαίνω fut. -βήσομαι to go or stand under: metaph., τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης πυραμίδος τωὐτὸ μέγαθος having gone 40 feet below the like size of the other pyramid, i. e. building it 40 feet lower, Hdt.; μικρὸν ὑποβάς, a little below (in the book), Strab.

ShortDef

to go under, fall below, stand back

Debugging

Headword:
ὑποβαίνω
Headword (normalized):
ὑποβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποβαινω
IDX:
33914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33953
Key:
u(pobai/nw

Data

{'content': 'ὑποβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to go or stand under: metaph., τεσσαράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης πυραμίδος τωὐτὸ μέγαθος having gone 40 feet below the like size of the other pyramid, i. e. building it 40 feet lower, Hdt.; μικρὸν ὑποβάς, a little below (in the book), Strab.', 'key': 'u(pobai/nw'}