Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὑπνώω
ὑπνίδιος
ὑπνοδότειρα
ὑπνομαχέω
ὑπνοδότης
ὕπνος
ὑπνοφόβης
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑποάμουσος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
ὑπόβασις
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
View word page
ὑπνώδης
ὑπνώδης ὑπν-ώδης, ες εἶδος sleepy, drowsy, Eur., Plat.

ShortDef

sleepy, drowsy

Debugging

Headword:
ὑπνώδης
Headword (normalized):
ὑπνώδης
Headword (normalized/stripped):
υπνωδης
IDX:
33910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33949
Key:
u(pnw/dhs

Data

{'content': 'ὑπνώδης\n ὑπν-ώδης, ες\n εἶδος\n sleepy, drowsy, Eur., Plat.', 'key': 'u(pnw/dhs'}