Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπηχέω
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὑπνώω
ὑπνίδιος
ὑπνοδότειρα
ὑπνομαχέω
ὑπνοδότης
ὕπνος
ὑπνοφόβης
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑποάμουσος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάλλω
ὑποβαρβαρίζω
View word page
ὑπνοδότης
ὑπνοδότης ὑπνο-δότης, ου, ὁ, giver of sleep, Aesch.
ShortDef
giver of sleep
Debugging
Headword:
ὑπνοδότης
Headword (normalized):
ὑπνοδότης
Headword (normalized/stripped):
υπνοδοτης
IDX:
33906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33945
Key:
u(pnodo/ths
Data
{'content': 'ὑπνοδότης\n ὑπνο-δότης, ου, ὁ,\n giver of sleep, Aesch.', 'key': 'u(pnodo/ths'}