Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπηρέτησις
ὑπηρέτης
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπηχέω
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὑπνώω
ὑπνίδιος
ὑπνοδότειρα
ὑπνομαχέω
ὑπνοδότης
ὕπνος
ὑπνοφόβης
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνώσσω
ὑποάμουσος
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
View word page
ὑπνοδότειρα
ὑπνοδότειρα she that gives sleep, Eur.

ShortDef

she that gives sleep

Debugging

Headword:
ὑπνοδότειρα
Headword (normalized):
ὑπνοδότειρα
Headword (normalized/stripped):
υπνοδοτειρα
IDX:
33904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33943
Key:
u(pnodo/teira

Data

{'content': 'ὑπνοδότειρα\n she that gives sleep, Eur.', 'key': 'u(pnodo/teira'}