Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπήκοος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτησις
ὑπηρέτης
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπηχέω
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὑπνώω
ὑπνίδιος
ὑπνοδότειρα
View word page
ὑπηρέτησις
ὑπηρέτησις ὑπηρέτησις, εως, ὑπηρετέω service, Arist.

ShortDef

service

Debugging

Headword:
ὑπηρέτησις
Headword (normalized):
ὑπηρέτησις
Headword (normalized/stripped):
υπηρετησις
IDX:
33894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33933
Key:
u(phre/thsis

Data

{'content': 'ὑπηρέτησις\n ὑπηρέτησις, εως,\n ὑπηρετέω\n service, Arist.', 'key': 'u(phre/thsis'}