Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέχω
ὑπήκοος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτησις
ὑπηρέτης
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπηχέω
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
ὑπνώω
ὑπνίδιος
View word page
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτημα ὑπηρέτημα, ατος, τό, service rendered, service, Plat.; ποδῶν ὑπ. feet that serve one, Soph.

ShortDef

service rendered, service

Debugging

Headword:
ὑπηρέτημα
Headword (normalized):
ὑπηρέτημα
Headword (normalized/stripped):
υπηρετημα
IDX:
33893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33932
Key:
u(phre/thma

Data

{'content': 'ὑπηρέτημα\n ὑπηρέτημα, ατος, τό,\n service rendered, service, Plat.; ποδῶν ὑπ. feet that serve one, Soph.', 'key': 'u(phre/thma'}