Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερωτάω
ὑπεύθυνος
ὑπέχω
ὑπήκοος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτησις
ὑπηρέτης
ὑπηρετητέος
ὑπηρετικός
ὑπηρέτις
ὑπηχέω
ὑπίλλω
ὑπισχνέομαι
View word page
ὑπηρέσιον
ὑπηρέσιον ὑπηρέσιον, ου, τό, ὑπηρέτης the cushion on a rowerʼs bench, Thuc. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Strab.

ShortDef

the cushion on a rower's bench

Debugging

Headword:
ὑπηρέσιον
Headword (normalized):
ὑπηρέσιον
Headword (normalized/stripped):
υπηρεσιον
IDX:
33891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33930
Key:
u(phre/sion

Data

{'content': 'ὑπηρέσιον\n ὑπηρέσιον, ου, τό,\n ὑπηρέτης\n the cushion on a rowerʼs bench, Thuc.\n = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Strab.', 'key': 'u(phre/sion'}