Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυναντάω
ἀντισφαιρίζω
ἀντίσχω
ἀντίταγμα
ἀντιταλαντεύω
ἀντίταξις
View word page
ἀντιστρέφω
ἀντιστρέφω to turn to the opposite side: intr. to wheel about, face about, Xen.
ShortDef
to turn to the opposite side
Debugging
Headword:
ἀντιστρέφω
Headword (normalized):
ἀντιστρέφω
Headword (normalized/stripped):
αντιστρεφω
IDX:
3391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3392
Key:
a)ntistre/fw
Data
{'content': 'ἀντιστρέφω\n to turn to the opposite side: intr. to wheel about, face about, Xen.', 'key': 'a)ntistre/fw'}