Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχλίω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπέρψυχρος
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
ὑπεύθυνος
ὑπέχω
ὑπήκοος
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
View word page
ὑπερῴη
ὑπερῴη ὑπερῴη, ἡ, the upper part of the mouth, the palate, Il. From ὑπέρ, v. ὑπερῷος.
ShortDef
the upper part of the mouth, the palate
Debugging
Headword:
ὑπερῴη
Headword (normalized):
ὑπερῴη
Headword (normalized/stripped):
υπερωη
IDX:
33876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33915
Key:
u(perw/|h
Data
{'content': 'ὑπερῴη\n ὑπερῴη, ἡ,\n the upper part of the mouth, the palate, Il.\n From ὑπέρ, v. ὑπερῷος.', 'key': 'u(perw/|h'}