Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχλίω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπέρψυχρος
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπερώτατος
ὑπερωτάω
View word page
ὑπερχλίω
ὑπερχλίω or -χλιδάω to be over-wanton or arrogant, Soph.

ShortDef

to be over-wanton

Debugging

Headword:
ὑπερχλίω
Headword (normalized):
ὑπερχλίω
Headword (normalized/stripped):
υπερχλιω
IDX:
33871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33910
Key:
u(perxli/w

Data

{'content': 'ὑπερχλίω\n or -χλιδάω\n to be over-wanton or arrogant, Soph.', 'key': 'u(perxli/w'}