Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυναντάω
ἀντισφαιρίζω
ἀντίσχω
ἀντίταγμα
ἀντιταλαντεύω
View word page
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρατοπεδεύω to encamp over against, τινί Isocr., Polyb.; mostly in Mid. with perf. pass., Hdt., Attic

ShortDef

to encamp over against

Debugging

Headword:
ἀντιστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
ἀντιστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
αντιστρατοπεδευω
IDX:
3390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3391
Key:
a)ntistratopedeu/w

Data

{'content': 'ἀντιστρατοπεδεύω\n to encamp over against, τινί Isocr., Polyb.; mostly in Mid. with perf. pass., Hdt., Attic', 'key': 'a)ntistratopedeu/w'}