Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχλίω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
ὑπέρψυχρος
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερῷον
ὑπερῷος
ὑπερώτατος
View word page
ὑπερχαίρω
ὑπερχαίρω fut. ήσω to rejoice exceedingly at a thing c. dat., Eur.; c. part., μανθάνων ὑπ. Xen.
ShortDef
to rejoice exceedingly at
Debugging
Headword:
ὑπερχαίρω
Headword (normalized):
ὑπερχαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερχαιρω
IDX:
33870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33909
Key:
u(perxai/rw
Data
{'content': 'ὑπερχαίρω\n fut. ήσω\n to rejoice exceedingly at a thing c. dat., Eur.; c. part., μανθάνων ὑπ. Xen.', 'key': 'u(perxai/rw'}