Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχλίω
ὑπέρχομαι
ὑπέρχρεως
View word page
ὑπερφορέω
ὑπερφορέω to carry over, Xen.

ShortDef

to carry over

Debugging

Headword:
ὑπερφορέω
Headword (normalized):
ὑπερφορέω
Headword (normalized/stripped):
υπερφορεω
IDX:
33863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33902
Key:
u(perfore/w

Data

{'content': 'ὑπερφορέω\n to carry over, Xen.', 'key': 'u(perfore/w'}