Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχλίω
ὑπέρχομαι
View word page
ὑπέρφοβος
ὑπέρφοβος ὑπέρ-φοβος, ον, very fearful, timid, Xen.
ShortDef
very fearful, timid
Debugging
Headword:
ὑπέρφοβος
Headword (normalized):
ὑπέρφοβος
Headword (normalized/stripped):
υπερφοβος
IDX:
33862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33901
Key:
u(pe/rfobos
Data
{'content': 'ὑπέρφοβος\n ὑπέρ-φοβος, ον,\n very fearful, timid, Xen.', 'key': 'u(pe/rfobos'}