Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
ὑπερχαίρω
ὑπερχλίω
View word page
ὑπερφοβέομαι
ὑπερφοβέομαι Pass. with fut. mid., to be overfrightened, fear exceedingly, Aesch., Xen.

ShortDef

to be overfrightened, fear exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερφοβέομαι
Headword (normalized):
ὑπερφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερφοβεομαι
IDX:
33861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33900
Key:
u(perfobe/omai

Data

{'content': 'ὑπερφοβέομαι\n Pass. with fut. mid., to be overfrightened, fear exceedingly, Aesch., Xen.', 'key': 'u(perfobe/omai'}