Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
ὑπερφύομαι
ὑπερφυσάομαι
ὑπερφωνέω
View word page
ὑπερφίαλος
ὑπερφίαλος ὑπερ-φίᾰλος, ον, overbearing, overweening, arrogant, Hom.:—adv. -λως, exceedingly, Hom.: arrogantly, Od. Deriv. uncertain: perh. an Epic form either of ὑπέρβιος or of ὑπερφυής.

ShortDef

overbearing, overweening, arrogant

Debugging

Headword:
ὑπερφίαλος
Headword (normalized):
ὑπερφίαλος
Headword (normalized/stripped):
υπερφιαλος
IDX:
33859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33898
Key:
u(perfi/alos

Data

{'content': 'ὑπερφίαλος\n ὑπερ-φίᾰλος, ον,\n overbearing, overweening, arrogant, Hom.:—adv. -λως, exceedingly, Hom.: arrogantly, Od.\n Deriv. uncertain: perh. an Epic form either of ὑπέρβιος or of ὑπερφυής.', 'key': 'u(perfi/alos'}