Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερτρέχω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπέρφρων
ὑπερφυής
View word page
ὑπέρφευ
ὑπέρφευ = ὑπερφυῶς, Aesch., Eur.

ShortDef

excessively

Debugging

Headword:
ὑπέρφευ
Headword (normalized):
ὑπέρφευ
Headword (normalized/stripped):
υπερφευ
IDX:
33856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33895
Key:
u(pe/rfeu

Data

{'content': 'ὑπέρφευ\n = ὑπερφυῶς, Aesch., Eur.', 'key': 'u(pe/rfeu'}