Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπέρτονος
ὑπερτρέχω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
View word page
ὑπερυψόω
ὑπερυψόω fut. ώσω to exalt exceedingly, τινά NTest.
ShortDef
to exalt exceedingly
Debugging
Headword:
ὑπερυψόω
Headword (normalized):
ὑπερυψόω
Headword (normalized/stripped):
υπερυψοω
IDX:
33850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33889
Key:
u(peruyo/w
Data
{'content': 'ὑπερυψόω\n fut. ώσω\n to exalt exceedingly, τινά NTest.', 'key': 'u(peruyo/w'}