Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπέρτονος
ὑπερτρέχω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
View word page
ὑπερτήκω
ὑπερτήκω to melt exceedingly, Strab.

ShortDef

to melt exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερτήκω
Headword (normalized):
ὑπερτήκω
Headword (normalized/stripped):
υπερτηκω
IDX:
33842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33881
Key:
u(perth/kw

Data

{'content': 'ὑπερτήκω\n to melt exceedingly, Strab.', 'key': 'u(perth/kw'}