Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπέρτονος
ὑπερτρέχω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
View word page
ὑπερτερία
ὑπερτερία ὑπερτερία, ἡ, the upper part or body of a carriage, Od. from ὑπέρτερος
ShortDef
the upper part
Debugging
Headword:
ὑπερτερία
Headword (normalized):
ὑπερτερία
Headword (normalized/stripped):
υπερτερια
IDX:
33840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33879
Key:
u(perteri/a
Data
{'content': 'ὑπερτερία\n ὑπερτερία, ἡ,\n the upper part or body of a carriage, Od.\n from ὑπέρτερος', 'key': 'u(perteri/a'}