Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπέρτονος
ὑπερτρέχω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερύψηλος
View word page
ὑπερτενής
ὑπερτενής ὑπερ-τενής, ές stretching over, laid over, Aesch.
ShortDef
stretching over, laid over
Debugging
Headword:
ὑπερτενής
Headword (normalized):
ὑπερτενής
Headword (normalized/stripped):
υπερτενης
IDX:
33839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33878
Key:
u(pertenh/s
Data
{'content': 'ὑπερτενής\n ὑπερ-τενής, ές\n stretching over, laid over, Aesch.', 'key': 'u(pertenh/s'}