Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπέρτονος
ὑπερτρέχω
ὑπερυθριάω
View word page
ὑπερτελής
ὑπερτελής ὑπερ-τελής, ές τέλος leaping over the strait, Aesch. c. gen. rising or appearing above, Eur.; ἄθλων ὑπερτελής having reached the end of labours, Soph.

ShortDef

leaping over, rising over, reaching the end of

Debugging

Headword:
ὑπερτελής
Headword (normalized):
ὑπερτελής
Headword (normalized/stripped):
υπερτελης
IDX:
33837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33876
Key:
u(pertelh/s

Data

{'content': 'ὑπερτελής\n ὑπερ-τελής, ές\n τέλος\n leaping over the strait, Aesch.\n c. gen. rising or appearing above, Eur.; ἄθλων ὑπερτελής having reached the end of labours, Soph.', 'key': 'u(pertelh/s'}