Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
View word page
ὑπέρτατος
ὑπέρτατος poet. Sup. of ὑπέρ uppermost, highest, supreme, Il., etc. of age, eldest, Pind.
ShortDef
uppermost, highest, supreme
Debugging
Headword:
ὑπέρτατος
Headword (normalized):
ὑπέρτατος
Headword (normalized/stripped):
υπερτατος
IDX:
33834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33873
Key:
u(pe/rtatos
Data
{'content': 'ὑπέρτατος\n poet. Sup. of ὑπέρ\n uppermost, highest, supreme, Il., etc.\n of age, eldest, Pind.', 'key': 'u(pe/rtatos'}