Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
View word page
ὑπερσπουδάζω
ὑπερσπουδάζω to take exceeding great pains, Luc.
ShortDef
to take exceeding great pains
Debugging
Headword:
ὑπερσπουδάζω
Headword (normalized):
ὑπερσπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερσπουδαζω
IDX:
33833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33872
Key:
u(perspouda/zw
Data
{'content': 'ὑπερσπουδάζω\n to take exceeding great pains, Luc.', 'key': 'u(perspouda/zw'}