Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
ὑπερτήκω
View word page
ὑπέρσοφος
ὑπέρσοφος ὑπέρ-σοφος, ον, exceeding wise or clever, Ar., Plat.

ShortDef

exceeding wise

Debugging

Headword:
ὑπέρσοφος
Headword (normalized):
ὑπέρσοφος
Headword (normalized/stripped):
υπερσοφος
IDX:
33832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33871
Key:
u(pe/rsofos

Data

{'content': 'ὑπέρσοφος\n ὑπέρ-σοφος, ον,\n exceeding wise or clever, Ar., Plat.', 'key': 'u(pe/rsofos'}