Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερία
ὑπέρτερος
View word page
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπερσεμνύνομαι Mid. to be exceeding solemn or pompous, Xen.
ShortDef
to be exceeding solemn
Debugging
Headword:
ὑπερσεμνύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερσεμνύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερσεμνυνομαι
IDX:
33831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33870
Key:
u(persemnu/nomai
Data
{'content': 'ὑπερσεμνύνομαι\n Mid. to be exceeding solemn or pompous, Xen.', 'key': 'u(persemnu/nomai'}