Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυναντάω
View word page
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατεύομαι Dep. to make war against, τινι Xen.

ShortDef

to make war against

Debugging

Headword:
ἀντιστρατεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιστρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιστρατευομαι
IDX:
3386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3387
Key:
a)ntistrateu/omai

Data

{'content': 'ἀντιστρατεύομαι\n Dep. to make war against, τινι Xen.', 'key': 'a)ntistrateu/omai'}